tel.: 210 3613836

Δικηγορικό Γραφείο

Αρχική Υπηρεσίες Αστικού Δικαίου Τροχαία Ατυχήματα Τροχαίο ατύχημα με οδηγό υπό την επήρεια αλκοόλ

Τροχαίο ατύχημα με οδηγό υπό την επήρεια αλκοόλ

Τι συμβαίνει όταν ο εμπλακείς στο τροχαίο ατύχημα οδηγός τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών ή φαρμάκων που επηρεάζουν την ικανότητά του προς οδήγηση;

Τροχαίο ατύχημα με οδηγό υπό την επήρεια αλκοόλ

Για τη διαφώτιση των πραγματικών συνθηκών ενός ατυχήματος, κρίσιμη είναι η διαλεύκανση του ζητήματος εάν ο εμπλακείς στο ατύχημα οδηγός βρισκόταν ή όχι υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Μάλιστα ο τελευταίος υποχρεούται να υποβάλει εαυτόν σε τέστ, προκειμένου να εξακριβωθεί ή όχι το παραπάνω ενδεχόμενο. Το τεστ στο οποίο υποβάλλεται είναι συνήθως η αιμοληψία ή η μέθοδος του alcotest (αλκοολόμετρου). Βασική προϋπόθεση είναι η διαπίστωση ορισμένου ποσοστού οινοπνεύματος άνω του ορίου που προβλέπει ο νόμος.

Ο νόμος 2696/1999, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 23.05.1999, στο άρθρο 42 ορίζει επακριβώς πότε ένας οδηγός θεωρείται ότι τελεί «υπό την επίδραση οινοπνεύματος». Συγκεκριμένα για να θεωρηθεί ο ελεγχόμενος οδηγός ότι τελεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος απαιτείται και αρκεί η ανιχνευθείσα ποσότητα οινοπνεύματος να υπερβαίνει το ποσοστό του 0,50 τοις χιλίοις. Γίνεται αντιληπτό στο σημείο αυτό ότι ο λόγος που διευκρινίζεται το ακριβές όριο περιεκτικότητας οινοπνεύματος στο αίμα του ελεγχόμενου οδηγού είναι το γεγονός ότι πέραν του ορίου αυτού επηρεάζεται η ικανότητα προς οδήγηση ποικιλοτρόπως, λχ. είτε επειδή μειώνεται η αίσθηση του φωτός στα μάτια και η εν γένει ετοιμότητα και επιδεξιότητά του, είτε επειδή παρατείνεται ο χρόνος αντίδρασης του οδηγού και γεννάται μία τάση προς ριψοκίνδυνες κινήσεις και προς υπερεκτίμηση του «εγώ». Ακόμη ωστόσο και σε περιπτώσεις που η ανιχνευθείσα ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα δεν ξεπερνά το ποσοστό του 0,50 τοις χιλίοις, δεν σημαίνει ότι το ποσοστό του οινοπνεύματος δεν συνυπολογίζεται από τα Ελληνικά Δικαστήρια, σαφώς πάντα σε συνδυασμό με τις λοιπές περιστάσεις του ατυχήματος, που σαφώς επηρεάζουν την εν γένει ικανότητα προς οδήγηση, λ.χ. υπνηλία, υπερκόπωση, οργή, αϋπνία, κλπ.

Κρίσιμος είναι σε κάθε περίπτωση ο χρόνος ανίχνευσης της περιεκτικότητας οινοπνεύματος στον οργανισμό. Δηλ. διαφορετικά είναι τα ποσοστά της περιεκτικότητας στον οργανισμό όταν λ.χ. η μέτρηση με αιμοληψία ή με αλκοολόμετρο γίνει λίγα λεπτά μετά την κατανάλωση οινοπνεύματος ή αρκετές ώρες μετά. Τα Ελληνικά Δικαστήρια πολλάκις προβαίνουν και σε αναδρομικό υπολογισμό του οινοπνεύματος κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Σύμφωνα με τα πορίσματα της τοξικολογίας, η μέγιστη συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα ανιχνεύεται 45 με 90 λεπτά μετά το τέλος της αναλώσεως του ποτού και σε κάθε περίπτωση μετά την παρέλευση μίας ώρας μετά την ολοκλήρωση του ποτού. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι αν γίνει το ατύχημα και συνεπώς η μέτρηση είκοσι λεπτά μετά την κατάποση οινοπνεύματος, η περιεκτικότητα που θα ανιχνευθεί στο αίμα θα είναι μικρότερη από αυτή που θα ανιχνευθεί μετά την πάροδο μίας ώρας και αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχει προλάβει ακόμη το οινόπνευμα να απορροφηθεί από τον οργανισμό. Αν πάλι παρέλθουν πολλές ώρες από την κατανάλωση οινοπνεύματος και καθυστερήσει η μέτρηση, ο οργανισμός θα έχει αρχίσει ήδη να μεταβολίζει το οινόπνευμα.

Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος σε μία μέτρηση, είτε αυτή γίνει με αιμοληψία είτε γίνει με αλκοολόμετρο, γεννώνται μία σειρά από αρνητικές συνέπειες για τον ελεγχόμενο οδηγό. Αρχικά απειλούνται ποινικές κυρώσεις στον οδηγό που οδηγεί υπό την επίδραση οινοπνεύματος. Επίσης απαλλάσσεται ο ασφαλιστής από την ευθύνη του προς αποκατάσταση των ζημιών, εφόσον η αυξημένη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα στον οργανισμό συνετέλεσε αιτιωδώς στην επέλευση του ατυχήματος. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι ο εμπλακείς στο ατύχημα ελεγχόμενος οδηγός που έχει καταναλώσει αλκοόλ δεν μπορεί νομικά να αρνηθεί την πραγματοποίηση της μέτρησης, για τον απλούστατο λόγο ότι έχει δεσμευθεί σχετικά στο ασφαλιστήριο συμβόλαιό του. Αναλυτικότερα, ένας από τους Γενικούς Όρους Ασφαλίσεως είναι η υποχρέωσή του να συμπράξει ώστε να διαλευκανθεί κατά πόσο υπάρχει ή όχι περιεκτικότητα σε αλκοόλ στο αίμα κατά τη στιγμή του ατυχήματος. Αλλά και ατύχημα να μην συμβεί, αν κατά την πραγματοποίηση της μέτρησης διαπιστωθεί αυξημένο περιεκτικότητα σε οινόπνευμα στον οργανισμό, τότε σ’ αυτήν την περίπτωση πάλι ο ελεγχόμενος οδηγός τιμωρείται, απλά και μόνο λόγο της συμμετοχής του στην οδική κυκλοφορία, διότι απλά θέτει σε διακινδύνευση την ασφάλεια της οδικής κυκλοφορίας.